- δωρεῖσθαι
- δωρέομαιgivepres inf mp (attic epic)δωρέωgivepres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
давати — ДАВА|ТИ (59), Ю, ѤТЬ гл. 1. Давать в руки, вручать: дѣте(м) ножа не даваи. Пч к. XIV, 33. 2. Отдавать, передавать: не могѹть завѣщаваті ни даровъ давати. (δωρεῖσθαι) КР 1284, 325в; А мнѣ, кнѩз<ю> Ивану, что дал кнѩз<ь> вел<и>кии … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… … Dictionary of Greek